χαλκευτής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χαλκευτής οι χαλκευτές
      γενική του χαλκευτή των χαλκευτών
    αιτιατική τον χαλκευτή τους χαλκευτές
     κλητική χαλκευτή χαλκευτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χαλκευτής < χαλκεύω < χαλκεύς

Ουσιαστικό

χαλκευτής αρσενικό

  1. (επάγγελμα) ο χαλκουργός
  2. αυτός που παραποιεί την αλήθεια
    χαλκευτής συκοφαντιών

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.