χαλιναγωγημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χαλιναγωγημένος | η | χαλιναγωγημένη | το | χαλιναγωγημένο |
| γενική | του | χαλιναγωγημένου | της | χαλιναγωγημένης | του | χαλιναγωγημένου |
| αιτιατική | τον | χαλιναγωγημένο | τη | χαλιναγωγημένη | το | χαλιναγωγημένο |
| κλητική | χαλιναγωγημένε | χαλιναγωγημένη | χαλιναγωγημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χαλιναγωγημένοι | οι | χαλιναγωγημένες | τα | χαλιναγωγημένα |
| γενική | των | χαλιναγωγημένων | των | χαλιναγωγημένων | των | χαλιναγωγημένων |
| αιτιατική | τους | χαλιναγωγημένους | τις | χαλιναγωγημένες | τα | χαλιναγωγημένα |
| κλητική | χαλιναγωγημένοι | χαλιναγωγημένες | χαλιναγωγημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χαλιναγωγημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου χαλιναγωγώ
Μετοχή
χαλιναγωγημένος, χαλιναγωγημένη, χαλιναγωγημένο
- που τελεί υπό έλεγχο, έχει αναστολές επιβεβλημένες από εξωγενείς παράγοντες ή από δική του αυτοσυγκράτηση
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
χαλιναγωγημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.