χακάρω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

χακάρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική hack + -άρω

Προφορά

ΔΦΑ : /xaˈka.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χακάρω

Ρήμα

χακάρω (παθητική φωνή: χακάρομαι)

Συγγενικά

Κλίση

πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. χακάρω χάκαρα θα χακάρω να χακάρω χακάροντας
β' ενικ. χακάρεις χάκαρες θα χακάρεις να χακάρεις χακάρετε
γ' ενικ. χακάρει χάκαρε θα χακάρει να χακάρει
α' πληθ. χακάρουμε χακάραμε θα χακάρουμε να χακάρουμε
β' πληθ. χακάρετε χακάρατε θα χακάρετε να χακάρετε χακάρετε
γ' πληθ. χακάρουν(ε) χάκαραν
χακάραν(ε)
θα χακάρουν(ε) να χακάρουν(ε)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.