χάκερ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

χάκερ < (άμεσο δάνειο) αγγλική hacker

Ουσιαστικό

χάκερ αρσενικό άκλιτο (ενίοτε με πληθυντικό χάκερς κατά το αγγλικό hackers)

  • (διαδικτυακή αργκό, νεολογισμός, ανεπίσημο, πληροφορική) ο χρήστης που εκμεταλλευόμενος κενό ασφάλειας, αποκτά πρόσβαση και εισβάλλει σε υπολογιστικά συστήματα
 συνώνυμα: χακεράς, κράκερ, εισβολέας

Υπώνυμα

  • επίδοξος χάκερ
  • λευκός χάκερ, γουάιτ χατ χάκερ
  • μαύρος χάκερ, μπλακ χατ χάκερ

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.