hack

Αγγλικά (en)

Ρήμα

hack (en)

  1. (πληροφορική) εισβάλλω σε άλλο σύστημα, χακάρω
  2. πετσοκόβω, κατακρεουργώ, τεμαχίζω

Ουσιαστικό

hack (en) ουδέτερο

  1. (πληροφορική) η διαδικασία της εισβολής σε άλλο σύστημα
  2. άλογο βόλτας, όχι κορυφαίο, για χαλαρή ιππασία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.