χακάρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χακάρισμα τα χακαρίσματα
      γενική του χακαρίσματος των χακαρισμάτων
    αιτιατική το χακάρισμα τα χακαρίσματα
     κλητική χακάρισμα χακαρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χακάρισμα < χακάρω + -ισμα

Προφορά

ΔΦΑ : /xaˈka.ɾi.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χακάρισμα

Ουσιαστικό

χακάρισμα ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.