χίπισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χίπισσα οι χίπισσες
      γενική της χίπισσας των χιπισσών
    αιτιατική τη χίπισσα τις χίπισσες
     κλητική χίπισσα χίπισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χίπισσα < χίπης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈçi.pi.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χίπισσα

Ουσιαστικό

χίπισσα θηλυκό

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε χίπης

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.