χέστρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χέστρα | οι | χέστρες |
| γενική | της | χέστρας | — | |
| αιτιατική | τη | χέστρα | τις | χέστρες |
| κλητική | χέστρα | χέστρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χέστρα < αρχαία ελληνική χέζω
Ουσιαστικό
🚾
η χέστρα θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.