χεζού

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χεζού οι χεζούδες
      γενική της χεζούς των χεζούδων
    αιτιατική τη χεζού τις χεζούδες
     κλητική χεζού χεζούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

χεζού θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.