χέστης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χέστης οι χέστες
& χέστηδες
      γενική του χέστη των
& χέστηδων
    αιτιατική τον χέστη τους χέστες
& χέστηδες
     κλητική χέστη χέστες
& χέστηδες
Κατηγορία όπως «λαχειοπώλης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χέστης < χέζω + -της

Ουσιαστικό

χέστης αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.