χεζάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χεζάς οι χεζάδες
      γενική του χεζά των χεζάδων
    αιτιατική τον χεζά τους χεζάδες
     κλητική χεζά χεζάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χεζάς < χεσᾶς (18ου αιώνα αλλά ίσως και μεσαιωνικό)

Ουσιαστικό

χεζάς αρσενικό


Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.