χάντρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χάντρα | οι | χάντρες |
| γενική | της | χάντρας | των | χαντρών |
| αιτιατική | τη | χάντρα | τις | χάντρες |
| κλητική | χάντρα | χάντρες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

ένας σωρός από χάντρες

φασόλια χάντρες
Ετυμολογία
- χάντρα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χάντρα < πιθανότατα προέλευσης από την αραβική
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈxan.dɾa/
Ουσιαστικό
χάντρα (και χάνδρα) θηλυκό
- μικρό διακοσμητικό αντικείμενο, περίπου σφαιρικού σχήματος, με μια διαμπερή τρύπα στη μέση για να μπορεί να περάσει από εκεί κάποια κλωστή, αλυσίδα, καρφίτσα κλπ.
- (γαστρονομία) γενική ονομασία για τον ξερό σπόρο του φασολιού (φασόλια χάντρες)
Παράγωγα
- χαντρίτσα (υποκοριστικό)
- χαντρούλα (υποκοριστικό)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.