λασκάρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λασκάρισμα τα λασκαρίσματα
      γενική του λασκαρίσματος των λασκαρισμάτων
    αιτιατική το λασκάρισμα τα λασκαρίσματα
     κλητική λασκάρισμα λασκαρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λασκάρισμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

λασκάρισμα ουδέτερο

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του λασκάρω
    το λασκάρισμα της βίδας

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.