καλάρω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καλάρω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καλάρω < βενετική calar / ιταλική calare < υστερολατινική calare < λατινική chalare, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος chalo < αρχαία ελληνική χᾰλάω (αντιδάνειο)[1]

Ρήμα

καλάρω, αόρ.: καλάρισα, μτχ.π.π.: καλαρισμένος (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (ναυτικός όρος) ρίχνω τα δίχτυα στη θάλασσα
  2. (ναυτικός όρος, για πανιά πλεούμενου) μαζεύω

Συγγενικά

Κλίση

λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.