χάλαρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χάλαρο | τα | χάλαρα |
| γενική | του | χάλαρου | των | χάλαρων |
| αιτιατική | το | χάλαρο | τα | χάλαρα |
| κλητική | χάλαρο | χάλαρα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χάλαρο < άγνωστης ετυμολογίας (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈxa.la.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χά‐λα‐ρο
- τονικό παρώνυμο: χαλαρό
Ουσιαστικό
χάλαρο ουδέτερο (δημοτική)
- χάλασμα, ερείπιο
- (στον πληθυντικό) → δείτε τη λέξη χάλαρα
- πετρώδεις τόποι, γκρεμός)
- ※ με τα λογής τα μάρμαρα τα μυριοπλουσμένα, φερτά από τη Προκοπόνησο κι από τη Βιθυνία, τα χάλαρα της Κάρυστος, τα παριανά λιθάρια. Κι εγώ ο Πορφυρογέννητος, τρανότερος απ΄ όλους.
- μεγάλα χαλίκια που αποβράζει η θάλλασα
- ※ Μονάχα ἡ πρύμη του καὶ κείνη ξεσκλισμένη, κρατιότανε σὲ δυὸ χάλαρα. Καὶ γύρωθέ της πικρὴ νεκροπομπὴ ἄλλα ξύλα σκορπισμένα, κουπιὰ καὶ ἄρμενα
- πετρώδεις τόποι, γκρεμός)
Μεταφράσεις
χάλαρο
|
|
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.