χάλαρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χάλαρο τα χάλαρα
      γενική του χάλαρου των χάλαρων
    αιτιατική το χάλαρο τα χάλαρα
     κλητική χάλαρο χάλαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χάλαρο < άγνωστης ετυμολογίας (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈxa.la.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χάλαρο
τονικό παρώνυμο: χαλαρό

Ουσιαστικό

χάλαρο ουδέτερο (δημοτική)

  1. χάλασμα, ερείπιο
  2. (στον πληθυντικό)  δείτε τη λέξη χάλαρα
    1. πετρώδεις τόποι, γκρεμός)
        με τα λογής τα μάρμαρα τα μυριοπλουσμένα, φερτά από τη Προκοπόνησο κι από τη Βιθυνία, τα χάλαρα της Κάρυστος, τα παριανά λιθάρια. Κι εγώ ο Πορφυρογέννητος, τρανότερος απ΄ όλους.
    Κωστής Παλαμάς, Η φλογέρα του Βασιλιά «Λόγος Πρώτος 100, 5-8»
    1. μεγάλα χαλίκια που αποβράζει η θάλλασα
        Μονάχα ἡ πρύμη του καὶ κείνη ξεσκλισμένη, κρατιότανε σὲ δυὸ χάλαρα. Καὶ γύρωθέ της πικρὴ νεκροπομπὴ ἄλλα ξύλα σκορπισμένα, κουπιὰ καὶ ἄρμενα
      Ανδρέας Καρκαβίτσας, Λόγια της Πλώρης «Ναυάγια»

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.