φύρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φύρα οι φύρες
      γενική της φύρας των (φυρών)
    αιτιατική τη φύρα τις φύρες
     κλητική φύρα φύρες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φύρα < αρχαία ελληνική φυράω-φυρῶ (μαλακώνω, ζυμώνω, αναμιγνύω) ή φύρω

Ουσιαστικό

φύρα θηλυκό (ο πληθυντικός αδόκιμος)

  1. η ελάττωση του όγκου ή του βάρους ή γενικά της ποσότητας ενός υλικού από φυσικά και άλλα αίτια (π.χ. από εξάτμιση, τριβή, τεχνική επεξεργασία, μεταφορές κ.λπ.)
  2. (μεταφορικά) ο επιζήμιος, ο μη χρήσιμος, αυτό που είναι για πέταμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.