φυραίνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φυραίνω < αρχαία ελληνικό ρήμα φυράω-ῶ (ζυμώνω, ανακατώνω)
Ρήμα
φυραίνω
- (για ανθρώπους) έχω αρχίσει και παρουσιάζω προβλήματα στη μνήμη και γενικά στις πνευματικές ικανότητες λόγω ηλικίας
- (για υλικά) μειώνονται σε όγκο, συρρικνώνονται, ελαττώνονται
Συγγενικά
- φύρα
- φυράω-ῶ
Μεταφράσεις
φυραίνω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.