φύμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φύμα τα φύματα
      γενική του φύματος των φυμάτων
    αιτιατική το φύμα τα φύματα
     κλητική φύμα φύματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φύμα < αρχαία ελληνική φῦμα < φύω

Ουσιαστικό

φύμα ουδέτερο

  1. το φυτρωμένο
  2. προεξοχή,
  3. βλάστημα, εξόγκωμα στο δέρμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.