φυματιολόγος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η φυματιολόγος οι φυματιολόγοι
      γενική του/της φυματιολόγου των φυματιολόγων
    αιτιατική τον/τη φυματιολόγο τους/τις φυματιολόγους
     κλητική φυματιολόγε φυματιολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φυματιολόγος < φυμάτιον + -ο- + -λόγος λέγω

Ουσιαστικό

φυματιολόγος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.