φυματίνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φυματίνη οι φυματίνες
      γενική της φυματίνης των φυματινών
    αιτιατική τη φυματίνη τις φυματίνες
     κλητική φυματίνη φυματίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φυματίνη < φύμα

Ουσιαστικό

φυματίνη θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.