φωτομετρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φωτομετρικός | η | φωτομετρική | το | φωτομετρικό |
| γενική | του | φωτομετρικού | της | φωτομετρικής | του | φωτομετρικού |
| αιτιατική | τον | φωτομετρικό | τη | φωτομετρική | το | φωτομετρικό |
| κλητική | φωτομετρικέ | φωτομετρική | φωτομετρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φωτομετρικοί | οι | φωτομετρικές | τα | φωτομετρικά |
| γενική | των | φωτομετρικών | των | φωτομετρικών | των | φωτομετρικών |
| αιτιατική | τους | φωτομετρικούς | τις | φωτομετρικές | τα | φωτομετρικά |
| κλητική | φωτομετρικοί | φωτομετρικές | φωτομετρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φωτομετρικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική photométrique < φῶς + μέτρον
Συγγενικά
- φωτομετρώ
- φωτομετρία
- φωτομέτρηση
Μεταφράσεις
φωτομετρικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.