φωτογενής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φωτογενής | η | φωτογενής | το | φωτογενές |
| γενική | του | φωτογενούς* | της | φωτογενούς | του | φωτογενούς |
| αιτιατική | τον | φωτογενή | τη | φωτογενή | το | φωτογενές |
| κλητική | φωτογενή(ς) | φωτογενής | φωτογενές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φωτογενείς | οι | φωτογενείς | τα | φωτογενή |
| γενική | των | φωτογενών | των | φωτογενών | των | φωτογενών |
| αιτιατική | τους | φωτογενείς | τις | φωτογενείς | τα | φωτογενή |
| κλητική | φωτογενείς | φωτογενείς | φωτογενή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φωτογενής < απόδοση της γαλλικής λέξης photogénique που με τη σειρά της είχε προέλθει από την ελληνική λέξη φως και το -γενής (γίγνομαι)
Μεταφράσεις
φωτογενής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.