φωταγώγηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φωταγώγηση οι φωταγωγήσεις
      γενική της φωταγώγησης των φωταγωγήσεων
    αιτιατική τη φωταγώγηση τις φωταγωγήσεις
     κλητική φωταγώγηση φωταγωγήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φωταγώγηση < (καθαρεύουσα) φωταγώγη(σις) + -ση < φωταγωγώ, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική illumination [1]

Ουσιαστικό

φωταγώγηση θηλυκό

  • διάχυτος, έντονος φωτισμός συνήθως μεγάλων χώρων (δρόμων, αιθουσών, σταδίων, πόλεων)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.