φωταγωγήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

φωταγωγήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φωταγωγώ
  2. θα φωταγωγήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φωταγωγώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

φωταγωγήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φωταγώγηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.