ορθοφωνία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ορθοφωνία οι ορθοφωνίες
      γενική της ορθοφωνίας των ορθοφωνιών
    αιτιατική την ορθοφωνία τις ορθοφωνίες
     κλητική ορθοφωνία ορθοφωνίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ορθοφωνία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική orthophonie < αρχαία ελληνική ὀρθός + φωνή

Ουσιαστικό

ορθοφωνία θηλυκό

  1. η ορθή άρθρωση και προφορά
  2. η άσκηση πάνω στην ορθή εκφορά του λόγου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.