φωνασκός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φωνασκός οι φωνασκοί
      γενική του φωνασκού των φωνασκών
    αιτιατική τον φωνασκό τους φωνασκούς
     κλητική φωνασκέ φωνασκοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φωνασκός < (ελληνιστική κοινή) φωνασκός < αρχαία ελληνική φωνή + ἀσκέω / ἀσκῶ

Ουσιαστικό

φωνασκός αρσενικό ή θηλυκό

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική φωνασκός οἱ φωνασκοί
      γενική τοῦ φωνασκοῦ τῶν φωνασκῶν
      δοτική τῷ φωνασκ τοῖς φωνασκοῖς
    αιτιατική τὸν φωνασκόν τοὺς φωνασκούς
     κλητική ! φωνασκέ φωνασκοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φωνασκώ
γεν-δοτ τοῖν  φωνασκοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φωνασκός < αρχαία ελληνική φωνή + ἀσκέω / ἀσκῶ

Ουσιαστικό

φωνασκός αρσενικό ή θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.