φωνασκώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φωνασκώ < καθαρεύουσα φωνασκῶ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φωνασκέω-ῶ[1] < φωνή + ἀσκέω-ῶ (μαθαίνω να τραγουδώ/απαγγέλλω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /fo.naˈsko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φω‐να‐σκώ
Ρήμα
φωνασκώ
- φωνάζω πολύ, γίνομαι ακατάληπτος και ενοχλητικός είτε επειδή μιλώ θυμωμένα είτε επειδή φωνάζω για διάφορους λόγους (από χαρά, ένταση κ.λπ.)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | φωνασκώ | φωνασκούσα | θα φωνασκώ | να φωνασκώ | φωνασκώντας | |
| β' ενικ. | φωνασκείς | φωνασκούσες | θα φωνασκείς | να φωνασκείς | (φωνάσκει) | |
| γ' ενικ. | φωνασκεί | φωνασκούσε | θα φωνασκεί | να φωνασκεί | ||
| α' πληθ. | φωνασκούμε | φωνασκούσαμε | θα φωνασκούμε | να φωνασκούμε | ||
| β' πληθ. | φωνασκείτε | φωνασκούσατε | θα φωνασκείτε | να φωνασκείτε | φωνασκείτε | |
| γ' πληθ. | φωνασκούν(ε) | φωνασκούσαν(ε) | θα φωνασκούν(ε) | να φωνασκούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | φωνάσκησα | θα φωνασκήσω | να φωνασκήσω | φωνασκήσει | ||
| β' ενικ. | φωνάσκησες | θα φωνασκήσεις | να φωνασκήσεις | φωνάσκησε | ||
| γ' ενικ. | φωνάσκησε | θα φωνασκήσει | να φωνασκήσει | |||
| α' πληθ. | φωνασκήσαμε | θα φωνασκήσουμε | να φωνασκήσουμε | |||
| β' πληθ. | φωνασκήσατε | θα φωνασκήσετε | να φωνασκήσετε | φωνασκήστε | ||
| γ' πληθ. | φωνάσκησαν φωνασκήσαν(ε) |
θα φωνασκήσουν(ε) | να φωνασκήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω φωνασκήσει | είχα φωνασκήσει | θα έχω φωνασκήσει | να έχω φωνασκήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις φωνασκήσει | είχες φωνασκήσει | θα έχεις φωνασκήσει | να έχεις φωνασκήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει φωνασκήσει | είχε φωνασκήσει | θα έχει φωνασκήσει | να έχει φωνασκήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε φωνασκήσει | είχαμε φωνασκήσει | θα έχουμε φωνασκήσει | να έχουμε φωνασκήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε φωνασκήσει | είχατε φωνασκήσει | θα έχετε φωνασκήσει | να έχετε φωνασκήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν φωνασκήσει | είχαν φωνασκήσει | θα έχουν φωνασκήσει | να έχουν φωνασκήσει |
| |
Αναφορές
- φωνασκώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.