φυτευμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φυτευμένος η φυτευμένη το φυτευμένο
      γενική του φυτευμένου της φυτευμένης του φυτευμένου
    αιτιατική τον φυτευμένο τη φυτευμένη το φυτευμένο
     κλητική φυτευμένε φυτευμένη φυτευμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φυτευμένοι οι φυτευμένες τα φυτευμένα
      γενική των φυτευμένων των φυτευμένων των φυτευμένων
    αιτιατική τους φυτευμένους τις φυτευμένες τα φυτευμένα
     κλητική φυτευμένοι φυτευμένες φυτευμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

φυτευμένος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.