φυλλοειδής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φυλλοειδής η φυλλοειδής το φυλλοειδές
      γενική του φυλλοειδούς* της φυλλοειδούς του φυλλοειδούς
    αιτιατική τον φυλλοειδή τη φυλλοειδή το φυλλοειδές
     κλητική φυλλοειδή(ς) φυλλοειδής φυλλοειδές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φυλλοειδείς οι φυλλοειδείς τα φυλλοειδή
      γενική των φυλλοειδών των φυλλοειδών των φυλλοειδών
    αιτιατική τους φυλλοειδείς τις φυλλοειδείς τα φυλλοειδή
     κλητική φυλλοειδείς φυλλοειδείς φυλλοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φυλλοειδής < φύλλο + είδος

Επίθετο

φυλλοειδής, ής, ές

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.