φυγοπονία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φυγοπονία οι φυγοπονίες
      γενική της φυγοπονίας των φυγοπονιών
    αιτιατική τη φυγοπονία τις φυγοπονίες
     κλητική φυγοπονία φυγοπονίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φυγοπονία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή φυγοπονία < φυγόπονος < αρχαία ελληνική φυγή + πόνος

Προφορά

ΔΦΑ : /fi.ɣo.poˈni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φυγοπονία

Ουσιαστικό

φυγοπονία θηλυκό

Αντώνυμα

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική φυγοπονί αἱ φυγοπονίαι
      γενική τῆς φυγοπονίᾱς τῶν φυγοπονιῶν
      δοτική τῇ φυγοπονί ταῖς φυγοπονίαις
    αιτιατική τὴν φυγοπονίᾱν τὰς φυγοπονίᾱς
     κλητική ! φυγοπονί φυγοπονίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φυγοπονί
γεν-δοτ τοῖν  φυγοπονίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φυγοπονία < φυγόπον(ος) + -ία < αρχαία ελληνική φυγή + πόνος

Ουσιαστικό

φυγοπονία θηλυκό

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.