ναρκωτικά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ναρκωτικά < ναρκωτικός

Ουσιαστικό

ναρκωτικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • χημικές ουσίες που καταναλώνονται από τον άνθρωπο για αναψυκτικούς ή ιατρικούς λόγους, που προκαλούν σωματική ή/και ψυχολογική εξάρτηση και των οποίων χρειάζεται όλο και μεγαλύτερη δόση για τα ίδια αποτελέσματα


Κλιτικός τύπος επιθέτου

ναρκωτικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.