building
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| building | buildings |
Ουσιαστικό
building (en)
- το κτίριο
- ↪ a renovated building - ανακαινισμένο κτίριο
- (μη μετρήσιμο) το χτίσιμο, η οικοδόμηση, η οικοδομή, η ανέγερση, η ενέργεια του χτίζω/οικοδομώ
- ↪ the building of a house - το χτίσιμο ενός σπιτιού
- ↪ They worked towards building a better world.
- Εργάστηκαν για το χτίσιμο ενός καλύτερου κόσμου.
- ↪ illegal building - παράνομη οικοδόμηση
- ↪ No home building permits will be given for these areas.
- Δεν θα δοθούν άδειες οικοδομής οικιών σε αυτές τις περιοχές.
- ↪ This space has already been allocated for the building of a school.
- Αυτός ο χώρος έχει ήδη διατεθεί για την ανέγερση σχολείου.
- ≈ συνώνυμα: construction
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.