φτιάσιμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φτιάσιμο τα φτιασίματα
      γενική του φτιασίματος των φτιασιμάτων
    αιτιατική το φτιάσιμο τα φτιασίματα
     κλητική φτιάσιμο φτιασίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φτιάσιμο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

φτιάσιμο ουδέτερο

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.