φτασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φτασμένος | η | φτασμένη | το | φτασμένο |
| γενική | του | φτασμένου | της | φτασμένης | του | φτασμένου |
| αιτιατική | τον | φτασμένο | τη | φτασμένη | το | φτασμένο |
| κλητική | φτασμένε | φτασμένη | φτασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φτασμένοι | οι | φτασμένες | τα | φτασμένα |
| γενική | των | φτασμένων | των | φτασμένων | των | φτασμένων |
| αιτιατική | τους | φτασμένους | τις | φτασμένες | τα | φτασμένα |
| κλητική | φτασμένοι | φτασμένες | φτασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φτασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φτάνω
Μετοχή
φτασμένος, -η, -ο
- καταξιωμένος και πεπειραμένος στη σταδιοδρομία
- ※ Σήμερα είναι ένας φτασμένος μηχανικός που δεν προλαβαίνει να κλείνει δουλειές. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
Μεταφράσεις
φτασμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.