φρούραρχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φρούραρχος οι φρούραρχοι
      γενική του φρούραρχου
& φρουράρχου
των φρούραρχων
& φρουράρχων
    αιτιατική τον φρούραρχο τους φρούραρχους
& φρουράρχους
     κλητική φρούραρχε φρούραρχοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φρούραρχος < αρχαία ελληνική φρούραρχος < φρουρά + ἄρχω

Ουσιαστικό

φρούραρχος αρσενικό

  • ο αξιωματικός που είναι αρχηγός της φρουράς μιας πόλης (ή παλαιότερα ενός κάστρου)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.