φρενιασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φρενιασμένος | η | φρενιασμένη | το | φρενιασμένο |
| γενική | του | φρενιασμένου | της | φρενιασμένης | του | φρενιασμένου |
| αιτιατική | τον | φρενιασμένο | τη | φρενιασμένη | το | φρενιασμένο |
| κλητική | φρενιασμένε | φρενιασμένη | φρενιασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φρενιασμένοι | οι | φρενιασμένες | τα | φρενιασμένα |
| γενική | των | φρενιασμένων | των | φρενιασμένων | των | φρενιασμένων |
| αιτιατική | τους | φρενιασμένους | τις | φρενιασμένες | τα | φρενιασμένα |
| κλητική | φρενιασμένοι | φρενιασμένες | φρενιασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φρενιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φρενιάζω
Συνώνυμα
Συγγενικά
- φρενιασμένα
- → δείτε τη λέξη φρένες
Μεταφράσεις
φρενιασμένος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.