φραμπαλάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φραμπαλάς οι φραμπαλάδες
      γενική του φραμπαλά των φραμπαλάδων
    αιτιατική τον φραμπαλά τους φραμπαλάδες
     κλητική φραμπαλά φραμπαλάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φραμπαλάς < φαρμπαλάς με μετάθεση του [ɾ] < (άμεσο δάνειο) γαλλική falbala με ανομοίωση  και δείτε τη λέξη φαρμαπλάς
Πουκάμισο με φραμπαλά.

Προφορά

ΔΦΑ : /fɾa.baˈlas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φραμπαλάς

Ουσιαστικό

φραμπαλάς αρσενικό

  1. (μόδα) πρόσθετο πτυχωτό διακοσμητικό κομμάτι υφάσματος σε ρούχο
     συνώνυμα: βολάν
  2. (μεταφορικά, μειωτικό) περίτεχνα λόγια χωρίς ουσία
  3. (μεταφορικά, μειωτικό, σκωπτικό) πολυτέλεια
  4. (μεταφορικά, λαϊκότροπο, οικείο) φασαρία, χαβαλές

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.