φραξιονιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φραξιονιστής οι φραξιονιστές
      γενική του φραξιονιστή των φραξιονιστών
    αιτιατική τον φραξιονιστή τους φραξιονιστές
     κλητική φραξιονιστή φραξιονιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φραξιονιστής < φράξια + -ιστής < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική fractionniste

Ουσιαστικό

φραξιονιστής αρσενικό (θηλυκό: φραξιονίστρια)

  • αυτός που δημιουργεί φράξιες, τις υποστηρίζει, είναι μέλος φράξιας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.