φραξιονιστικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
φραξιονιστικά < φραξιονιστικ(ός) + -ά
Προφορά
- ΔΦΑ : /fɾa.ksi̯o.ni.stiˈka/ & /fɾa.ksço.ni.stiˈka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φρα‐ξιο‐νι‐στι‐κά
Μεταφράσεις
φραξιονιστικά
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
φραξιονιστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (φραξιονιστικό) του φραξιονιστικός
Πηγές
- φραξιονιστικός, φραξιονιστικά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.