φραξιονισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | φραξιονισμός | οι | φραξιονισμοί |
| γενική | του | φραξιονισμού | των | φραξιονισμών |
| αιτιατική | τον | φραξιονισμό | τους | φραξιονισμούς |
| κλητική | φραξιονισμέ | φραξιονισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φραξιονισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική fractionn(isme) + fraction + -isme (-ισμός)[1] στη σημασία φράξια
Προφορά
- ΔΦΑ : /fɾa.ksi̯o.niˈzoms/ & /fɾa.ksço.niˈzoms/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φρα‐ξιο‐νι‐σμός
Ουσιαστικό
φραξιονισμός αρσενικό
- (πολιτική) η δράση μιας ομάδας που έχει συγκροτήσει φράξια μέσα σε κόμμα ή οργάνωση, η πρακτική της δημιουργίας φράξιας
Αναφορές
- φραξιονισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.