φουαγιέ
Νέα ελληνικά (el)

Κόσμος σε φουαγιέ θεάτρου.
Ετυμολογία
- φουαγιέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική foyer [1] < υστερολατινική focarius < λατινική focus
Προφορά
- ΔΦΑ : /fu.aˈʝe/ (γαλλική προφορά: /fwa.je/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φου‐α‐γιέ
Ουσιαστικό
φουαγιέ ουδέτερο άκλιτο
- ευρύχωρος χώρος, συνήθως σε θέατρο, κινηματογράφο ή άλλο μέρος κοινωνικών εκδηλώσεων (π.χ. μια έκθεση ή ένα σεμινάριο), ο οποίος εξυπηρετεί την υποδοχή των θεατών ή των επισκεπτών αλλά και την παραμονή τους σε περιόδους διαλειμμάτων, ώστε να είναι δυνατό να συζητήσουν, να πάρουν ένα ποτό και μέχρι την απαγόρευση του καπνίσματος, να καπνίσουν κ.λπ.
- ※ Μόλις 60 λεπτά κράτησε η ξαφνική μπόρα τροπική θύελλα που έπληξε τις βορειοανατολικές περιοχές της Αθήνας, άλλα η πρωτοφανής ένταση του φαινομένου ήταν τόσο μεγάλη που οι χείμαρροι του νερού από τον Υμηττό εισέβαλαν ορμητικά στο θέατρο Badminton (που σημειωτέον το μεγαλύτερο μέρος των σκηνικών και ηλεκτρομηχανολογικών του εξοπλισμών αναπτύσσεται κάτω από το έδαφος) και προξένησαν ανυπολόγιστες ζημιές στο κάτω φουαγιέ, την πλατεία των θεατών, τη σκηνή, την αποθήκη της σκηνής, τον ηλεκτρολογικό και μηχανολογικό εξοπλισμό, τα πατώματα κλπ. (tovima.gr)
- καπνιστήριο
Συνώνυμα
Αναφορές
- φουγέ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.