σεμινάριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σεμινάριο | τα | σεμινάρια |
| γενική | του | σεμινάριου & σεμιναρίου |
των | σεμινάριων & σεμιναρίων |
| αιτιατική | το | σεμινάριο | τα | σεμινάρια |
| κλητική | σεμινάριο | σεμινάρια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σεμινάριο < (άμεσο δάνειο) ιταλική seminario < λατινική seminarium (φυτώριο) < semen < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *séh₁mn̥ (σπόρος) < *seh₁- (σπέρνω) + *-mn̥ ((σημασιολογικό δάνειο) γερμανική Seminar)
Προφορά
- ΔΦΑ : /se.miˈna.ɾi.o/
Ουσιαστικό
σεμινάριο ουδέτερο
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.