φορτοθυρίδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φορτοθυρίδα | οι | φορτοθυρίδες |
| γενική | της | φορτοθυρίδας | των | φορτοθυρίδων |
| αιτιατική | τη | φορτοθυρίδα | τις | φορτοθυρίδες |
| κλητική | φορτοθυρίδα | φορτοθυρίδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φορτοθυρίδα < (καθαρεύουσα) φορτοθυρίς, φόρτ(ος) + -ο- + θυρίδα < θυρίς,[1] μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική cargo port [2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /foɾ.to.θiˈɾi.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φορ‐το‐θυ‐ρίς
Ουσιαστικό
φορτοθυρίδα θηλυκό
- (ναυπηγικός όρος) μπουκαπόρτα, άνοιγμα για φορτοεκφορτώσεις στα πλευρά του πλοίου
Μεταφράσεις
φορτοθυρίδα
|
|
Αναφορές
- φορτοθυρίδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.