φοροφυγάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | φοροφυγάς | οι | φοροφυγάδες |
| γενική | του | φοροφυγά | των | φοροφυγάδων |
| αιτιατική | τον | φοροφυγά | τους | φοροφυγάδες |
| κλητική | φοροφυγά | φοροφυγάδες | ||
| Σύμφωνα με το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη[1] | ||||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φοροφυγάς < φόρος + -ο- + φυγάς ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική tax evader)
Ουσιαστικό
φοροφυγάς αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
- φοροδιαφεύγω
- φοροδιαφυγή
- → δείτε τις λέξεις φόρος και φεύγω
Μεταφράσεις
φοροφυγάς
- φοροφυγάς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.