φοροδιαφεύγω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φοροδιαφεύγω < φοροδιαφυγή < φόρος + διαφυγή < ίσως απόδοση στα ελληνικά του αγγλικού όρου tax evasion
Ρήμα
φοροδιαφεύγω
- αποφεύγω την πληρωμή φόρων και διαφεύγω από την επιβολή κυρώσεων, μένω ατιμώρητος παρότι δεν καταβάλλω τους νόμιμους φόρους
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.