φοινικικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φοινικικός | η | φοινικική | το | φοινικικό |
| γενική | του | φοινικικού | της | φοινικικής | του | φοινικικού |
| αιτιατική | τον | φοινικικό | τη | φοινικική | το | φοινικικό |
| κλητική | φοινικικέ | φοινικική | φοινικικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φοινικικοί | οι | φοινικικές | τα | φοινικικά |
| γενική | των | φοινικικών | των | φοινικικών | των | φοινικικών |
| αιτιατική | τους | φοινικικούς | τις | φοινικικές | τα | φοινικικά |
| κλητική | φοινικικοί | φοινικικές | φοινικικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φοινικικός < Φοίνικες
Επίθετο
φοινικικός
Συγγενικά
Συγγενικά
αρχαίας ελληνικής
- φοινικίζω: έχω ερωτικές ιδιορρυθμίες
- φοινικόεις-φοινικόεσσα και φοινικοῦς: αυτός που έχει βαθύ κοκκινο χρώμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.