φλογισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φλογισμός οι φλογισμοί
      γενική του φλογισμού των φλογισμών
    αιτιατική τον φλογισμό τους φλογισμούς
     κλητική φλογισμέ φλογισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φλογισμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή φλογισμός (λάμψη, φλόγα). Μορφολογικά αναλύεται σε φλογίζω, φλογισ- + -μός [1]

Ουσιαστικό

φλογισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. «φλόγα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.



Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική φλογισμός οἱ φλογισμοί
      γενική τοῦ φλογισμοῦ τῶν φλογισμῶν
      δοτική τῷ φλογισμ τοῖς φλογισμοῖς
    αιτιατική τὸν φλογισμόν τοὺς φλογισμούς
     κλητική ! φλογισμέ φλογισμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φλογισμώ
γεν-δοτ τοῖν  φλογισμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φλογισμός (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική φλογίζω, φλογισ- + -μός

Ουσιαστικό

φλογισμός αρσενικό

Συγγενικά

  • φλόγισμα (με διαφορετική σημασία)
  • φλογιστός

 και δείτε τη λέξη φλόγα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.