φλογίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φλογίζω αρχαία ελληνική φλογίζω
Ρήμα
φλογίζω και μεσοπαθητικό φλογίζομαι
- καίω, τυλίγω κάτι στις φλόγες
- Φλογιζουμε τα ορτύκια για να γίνουν φλαμπέ
- προκαλώ φλεγμονή
- Εφτιαξα ένα γιατροσόφι για τη φαγούρα και το άπλωσα σαν κρέμα, αλλά αντι να με ανακουφίσει, μου φλόγισε το χέρι
- Βιώνω έντονα συναισθήματα
- Και μια χαρά τα στήθη όλα φλογίζει (Σίλερ, Παρθένα της Ορλεάνης, μτφρ. Ι. Λάμψας)
- φλογίζομαι: έχω πυρετό, παίρνω τη θερμοκρασία ή το χρώμα της φλόγας
- Το μέτωπό του φλογιζόταν
- Μόλις τον κοίταξε, τα μάγουλά της φλογίστηκαν
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | φλογίζω | φλόγιζα | θα φλογίζω | να φλογίζω | φλογίζοντας | |
| β' ενικ. | φλογίζεις | φλόγιζες | θα φλογίζεις | να φλογίζεις | φλόγιζε | |
| γ' ενικ. | φλογίζει | φλόγιζε | θα φλογίζει | να φλογίζει | ||
| α' πληθ. | φλογίζουμε | φλογίζαμε | θα φλογίζουμε | να φλογίζουμε | ||
| β' πληθ. | φλογίζετε | φλογίζατε | θα φλογίζετε | να φλογίζετε | φλογίζετε | |
| γ' πληθ. | φλογίζουν(ε) | φλόγιζαν φλογίζαν(ε) |
θα φλογίζουν(ε) | να φλογίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | φλόγισα | θα φλογίσω | να φλογίσω | φλογίσει | ||
| β' ενικ. | φλόγισες | θα φλογίσεις | να φλογίσεις | φλόγισε | ||
| γ' ενικ. | φλόγισε | θα φλογίσει | να φλογίσει | |||
| α' πληθ. | φλογίσαμε | θα φλογίσουμε | να φλογίσουμε | |||
| β' πληθ. | φλογίσατε | θα φλογίσετε | να φλογίσετε | φλογίστε | ||
| γ' πληθ. | φλόγισαν φλογίσαν(ε) |
θα φλογίσουν(ε) | να φλογίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω φλογίσει | είχα φλογίσει | θα έχω φλογίσει | να έχω φλογίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις φλογίσει | είχες φλογίσει | θα έχεις φλογίσει | να έχεις φλογίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει φλογίσει | είχε φλογίσει | θα έχει φλογίσει | να έχει φλογίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε φλογίσει | είχαμε φλογίσει | θα έχουμε φλογίσει | να έχουμε φλογίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε φλογίσει | είχατε φλογίσει | θα έχετε φλογίσει | να έχετε φλογίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν φλογίσει | είχαν φλογίσει | θα έχουν φλογίσει | να έχουν φλογίσει |
| |
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- φλογίζω < φλόξ
Ρήμα
φλογίζω
- καίω και μεσοπαθητικό, καίγομαι. Μεταγενέστερη έννοια (στη γλώσσα του Ευαγγελίου), αναλώνομαι
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.