φλογμός

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική φλογμός οἱ φλογμοί
      γενική τοῦ φλογμοῦ τῶν φλογμῶν
      δοτική τῷ φλογμ τοῖς φλογμοῖς
    αιτιατική τὸν φλογμόν τοὺς φλογμούς
     κλητική ! φλογμέ φλογμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φλογμώ
γεν-δοτ τοῖν  φλογμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φλογμός < φλέγμα < φλόξ

Ουσιαστικό

φλογμός, -οῦ αρσενικό

  1. φλόγα, πυρ
  2. λάμψη
      5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Ἑκάβηw, στίχ. 474 (471-474)
    ἢ | Τιτάνων γενεάν | τὰν Ζεὺς ἀμφιπύρῳ κοιμί- | ζει φλογμῷ Κρονίδας;
    ή | των Τιτάνων τη γενιά | που ο Δίας ο Κρονίδης θανάτωσε | με διπλό αστροπελέκι;
    Μετάφραση (1994): Γιώργος Γεραλής, Αθήνα: Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος @greeklanguage.gr
  3. (μεταφορικά) έξαψη του πάθους
  4. (ιατρική) φλεγμονή, πυρετός
      5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, (De prisca medicina), 19, @scaife.perseus
    Ὀδύναι δὲ καὶ καῦμα καὶ φλογμὸς ἔσχατος κατέχει μέχρι τινὸς, μέχρις ἂν τὰ ῥεύματα πεφθῇ καὶ γένηται παχύτερα, καὶ λήμη ἀπ αὐτέων ἴῃ·

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.