μεταφυτεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μεταφυτεύω < ελληνιστική κοινή μεταφυτεύω < μετά + αρχαία ελληνική φυτεύω < φυτόν
Ρήμα
μεταφυτεύω (παθητική φωνή: μεταφυτεύομαι)
Συγγενικά
- αμεταφύτευτος
- μεταφύτευμα
- μεταφυτευμένος
- μεταφύτευση
- μεταφυτεύσιμος
- μεταφυτευτής
- μεταφυτευτικός
- μεταφυτευτός
- μεταφυτεύτρια / μεταφυτεύτρα
- → δείτε τις λέξεις μετά, φυτεύω και φυτό
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μεταφυτεύω | μεταφύτευα | θα μεταφυτεύω | να μεταφυτεύω | μεταφυτεύοντας | |
| β' ενικ. | μεταφυτεύεις | μεταφύτευες | θα μεταφυτεύεις | να μεταφυτεύεις | μεταφύτευε | |
| γ' ενικ. | μεταφυτεύει | μεταφύτευε | θα μεταφυτεύει | να μεταφυτεύει | ||
| α' πληθ. | μεταφυτεύουμε | μεταφυτεύαμε | θα μεταφυτεύουμε | να μεταφυτεύουμε | ||
| β' πληθ. | μεταφυτεύετε | μεταφυτεύατε | θα μεταφυτεύετε | να μεταφυτεύετε | μεταφυτεύετε | |
| γ' πληθ. | μεταφυτεύουν(ε) | μεταφύτευαν μεταφυτεύαν(ε) |
θα μεταφυτεύουν(ε) | να μεταφυτεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μεταφύτεψα | θα μεταφυτέψω | να μεταφυτέψω | μεταφυτέψει | ||
| β' ενικ. | μεταφύτεψες | θα μεταφυτέψεις | να μεταφυτέψεις | μεταφύτεψε | ||
| γ' ενικ. | μεταφύτεψε | θα μεταφυτέψει | να μεταφυτέψει | |||
| α' πληθ. | μεταφυτέψαμε | θα μεταφυτέψουμε | να μεταφυτέψουμε | |||
| β' πληθ. | μεταφυτέψατε | θα μεταφυτέψετε | να μεταφυτέψετε | μεταφυτέψτε | ||
| γ' πληθ. | μεταφύτεψαν μεταφυτέψαν(ε) |
θα μεταφυτέψουν(ε) | να μεταφυτέψουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω μεταφυτέψει | είχα μεταφυτέψει | θα έχω μεταφυτέψει | να έχω μεταφυτέψει | ||
| β' ενικ. | έχεις μεταφυτέψει | είχες μεταφυτέψει | θα έχεις μεταφυτέψει | να έχεις μεταφυτέψει | ||
| γ' ενικ. | έχει μεταφυτέψει | είχε μεταφυτέψει | θα έχει μεταφυτέψει | να έχει μεταφυτέψει | ||
| α' πληθ. | έχουμε μεταφυτέψει | είχαμε μεταφυτέψει | θα έχουμε μεταφυτέψει | να έχουμε μεταφυτέψει | ||
| β' πληθ. | έχετε μεταφυτέψει | είχατε μεταφυτέψει | θα έχετε μεταφυτέψει | να έχετε μεταφυτέψει | ||
| γ' πληθ. | έχουν μεταφυτέψει | είχαν μεταφυτέψει | θα έχουν μεταφυτέψει | να έχουν μεταφυτέψει |
| |
Μεταφράσεις
μεταφυτεύω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.